Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

ΑΣΜΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ ΚΑΙ ΘΡΙΑΜΒΙΚΟ από Ρωμανό το Μελωδό και Ιωάννη το Δαμασκηνό - ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ


ΑΣΜΑ  ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ  ΚΑΙ  ΘΡΙΑΜΒΙΚΟ
από Ρωμανό το Μελωδό  και  Ιωάννη το Δαμασκηνό

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ  ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ

       Η Ανάσταση του Χριστού, είναι το κορυφαίο γεγονός της επίγειας ζωής του, η επισφράγιση του σωτήριου έργου του. Από τούτο, ο θεμέλιος και ο ακρογωνιαίος λίθος της χριστιανικής πίστης. «Ει Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις ημών»-1Κορ.15,17. Και, το εντελώς άλλο που κομίζει η Εκκλησία στον κόσμο, η βεβαιότητα ότι ο κύκλος της ζωής δεν κλείνει στην ψυχρή πλάκα του τάφου, ανοίγεται σε μια ζωή άλλης τάξεως, με απαρχή και εγγυητή της τον «θανάτω, θάνατον» πατήσαντα και «αναστάντα εκ νεκρών»-«Χριστός εκ νεκρών εγερθείς, απαρχή-πρώτος καρπός- των κεκοιμημένων εγένετο»-1Κορ.15,20.
       Είναι γεγονός ασύλληπτο, συντριπτικό της ανθρώπινης σκέψης. Καθώς την προκαλεί να αναμετρηθεί με το θάνατο, ζώντας τον ως μεταστοιχείωση σε ζωή άλλης τάξης, «ζωήν και περισσόν ζωής»-Ιωαν.10.10-ζωή με το παραπάνω. Αυτό τρομάζει τον άνθρωπο, και αυτό το χριστιανό, που κλωθογυρίζει το πράγμα, και δεν τολμά να αναρωτηθεί, αν ή πόσους πόντους βεβαιότητας κρατάει στην καρδιά του, και το αφήνει να διαχέεται μέσα του κάπως αόριστα, απόμακρα, σαν κάτι που … μην το πολυψάχνετε !
     Διό, είναι καλό να αναρωτιέται κανείς: «Σε ποιους Αθηναίους ακροατές του Απ. Παύλου ανήκει; Σ’ εκείνους που κρέμονταν από τα χείλη του, όσο κινούσε την ομιλία σε επίπεδο λογικό, φιλοσοφικό-«ο Θεός ο ποιήσας τον κόσμον …»-αλλά, πετάχτηκαν πάνω σαν να τους τσίμπησε σφίγγα, όταν βγήκε από τα χείλη του το, «αναστήσας αυτόν εκ νεκρών»; ΄Η στους λίγους που, «κολληθέντες αυτώ επίστευσαν. Εν οις και Διονύσιος Αρεοπαγίτης, και γυνή ονόματι Δάμαρις, και έτεροι συν αυτοίς»;-Πραξ.17.

     Η Εκκλησία προτείνει να προσεγγίζει κανείς το μέγιστο γεγονός, όχι με μια διανοητική συλλογιστική, «μια γυμναστική του νου», αλλά με άμεση βίωσή του τη Μεγάλη Εβδομάδα, ιδιαίτερα, Μεγάλο Σάββατο-Κυριακή του Πάσχα από το θαυμάσιο υμνογραφικό πλούτο που από παλιά διαθέτει, τι ευτυχία, η Ορθόδοξη Ανατολή. Όπου ποιητές και μελωδοί αγίας επίνευσης, διαχρονικοί σαλπιγκτές της κορυφαίας Αλήθειας σε ψυχές προσκαρτερούσες την, έχουν συνθέσει προσωπική προβληματική και λατρευτική εμπειρία για την Ανάσταση σε λαμπρό Άσμα Αναστάσιμο, το «Κοντάκιο ή Ύμνο». Εκτενές μελοποιημένο ποίημα, κυρίαρχα ιστορικό, δραματικά αφηγηματικό, με εικόνα ζωντανή, διάλογο έντονο, και μήνυμα λιτό, καθαρό, σταθερό. Που κυριάρχησε στη λατρεία μέχρι και τον 7ο αιώνα. Απαρτίζεται από το Προοίμιο, που ο τελευταίος στίχος του λέγεται Εφύμνιο, περιέχει το καίριο μήνυμα-π.χ. «ο τοις πεσούσιν παρέχων ανάστασιν»-επαναλαμβάνεται ως καταληκτικός στη μεγάλη σειρά τροπαρίων του που λέγονται Οίκοι. Κορυφαίος και κυρίαρχος Υμνογράφος-Μελωδός Κοντακίων αυτή την περίοδο, κατά Κ. Κρουμβάχερ, και ο κορυφαίος όλης της εκκλησιαστικής Υμνογραφίας, είναι ο Όσιος Ρωμανός ο Μελωδός.
********
     Ρωμανού του Μελωδού, λοιπόν, σώζονται έξι αναστάσιμα Κοντάκια, με πιο ωραίο αυτό που ακολουθεί, με θέμα την τρυφερή αφοσίωση και λατρευτική αγάπη των Μυροφόρων στο Χριστό, και την από μέρους Του τιμή τους να γίνουν πρώτες και «από θέας γυναίκες» ευαγγελίστριες της Ανάστασης στους μαθητές και τον κόσμο. Έχει δυο Προοίμια και είκοσι τρεις Οίκους, όπου σε οκτώ σκηνικές εικόνες ζωντανεύουν ποιητικά τα σχετικά γεγονότα, ενώ ο 24ος είναι προσωπική ικεσία του Υμνογράφου, από τούτο κάθε πιστού στο Χριστό.
     Το πρώτο Προοίμιο, «Ει και εν τάφω κατήλθες αθάνατε- αλλά του Άδου καθείλες την δύναμιν-και ανέστης ως νικητής Χριστέ ο Θεός γυναιξί μυροφόροις φθεγξάμενος χαίρετε, και τοις σοις αποστόλοις ειρήνην δωρούμενος…», ψάλλεται και σήμερα. Παρότι μοιάζει, λέει, να νικήθηκε ο Αθάνατος κατεβαίνοντας στον τάφο, οι Μυροφόρες είναι βέβαιες πώς νίκησε τον Άδη και τον εκμηδένισε με την Ανάστασή του. Πρώτο σημάδι της οποίας είναι ο αναστάσιμος χαιρετισμός Του σ’ αυτές και το δώρο της ειρήνης στους Μαθητές. Γεγονότα που αποδείχνουν ότι, ο Αναστάς είναι, «ο τοις πεσούσι παρέχων ανάστασιν». Το δεύτερο Προοίμιο θέλει οι άγιες γυναίκες να έχουν πάει «στο μνήμα σου», να μην έχουν βρει «το άχραντον σώμα σου», να κλαίνε, και ν’ απορούν πώς μπορεί να «εκλάπη» Αυτός που άφησε την αιμορροούσα να «κλέψει» απ’ το ρούχο του τη θεραπεία ως Παντοδύναμος, και συμπεραίνουν: «Άρα ηγέρθη ο προειπών και προ του τάφου την έγερσιν», και είναι όντως, «ο τοις πεσούσι παρέχων ανάστασιν» !
     Τώρα, στην πρώτη από τις οκτώ σκηνικές εικόνες του Κοντακίου παρουσιάζονται οι Μυροφόρες να πηγαίνουν να τιμήσουν με αρώματα «τον προ ηλίου ήλιον», που δέχτηκε να δύσει στον τάφο, αλλά δεν παύει να είναι «σώμα ζωηφόρον», και σάρκα που ανασταίνει «τον παραπεσόντα Αδάμ». Και ότι, αυτές θα προσφέρουν σαν άλλοι μάγοι «τα μύρα ως δώρα» στον «μη εν σπαργάνοις, αλλ’ εν συνδόνι», θα Τον κλάψουν, αλλά και θα φωνάξουν. «Ω δέσποτα, εξεγέρθητι-ο τοις πεσούσι παρέχων ανάστασιν». Επειδή όμως τις συνέχει η απορία, πώς «ο ηνιοχεύων την των κινουμένων πνοήν» κρατιέται ακόμα στον τάφο, και θεωρούν «άπιστον, άστατον τούτο το ρήμα», να είναι ακόμα νεκρός, συναποφασίζουν να πάει πρώτα Μαρία η Μαγδαληνή να δει τι έγινε, και ν’ ακολουθήσουν αυτές, γιατί «πολλάκις ως προείπεν, εγήγερται ο αθάνατος,- ο τοις πεσούσι παρέχων…»
     Οπότε, στη δεύτερη σκηνική εικόνα, οι άλλες την προπέμπουν, κι εκείνη που «πόθος κατέλαμπεν», πλησιάζει «επί το μνημείον», όπου παρότι «ην σκοτία», βλέπει έκπληκτη «τον μέγαν λίθον-εκκεκυλισμένον από της θύρας της ταφής». Και παρευθύς ανακρούει πρύμνη, αντί για τις φίλες σπεύδει ασθμαίνουσα στους μαθητές και λέει: «… Μάθετε τούτο ο είδον… ο λίθος ουκέτι καλύπτει τον τάφον.-Μη άρα ήραν τον Κύριόν μου;-Οι φρουροί γαρ ου φαίνονται, αλλ’ έφυγον. Μη εγήγερται-ο τοις πεσούσι παρέχων…». Ακούνε αυτά Πέτρος και Ιωάννης, και σπεύδουν στον Τάφο, όπου φτάνοντας πρώτος ως πιο νέος ο Ιωάννης, δεν μπαίνει, «αλλά αναμένει τον κορυφαίον-ίνα ως ποιμένι ακολουθήση ο αμνός», γράφει, με πρώιμη αναφορά στην πρωτοκαθεδρία Πέτρου, αφού: «Πέτρω γαρ είρηται. Πέτρε φιλείς με; -Και τα αρνία μου ως θέλεις ποίμαινε.- Τω Πέτρω ερρέθη. Μακάριε Σίμων,- τας κλείδας σοι δώσω της βασιλείας-Πέτρω υπέταξε τα κύματα», όπου ίππευε, «ο τοις πεσούσι …»
     Στην τρίτη εικόνα, Πέτρος και Ιωάννης έχουν μπει στον τάφο, δεν έχουν βρει τον Κύριο, «όθεν προς ταύτα πτοηθέντες…οι άγιοι», απορούν και αναρωτιούνται, «τίνος χάριν-για ποιο λόγο-ημίν ουκ ώφθη». Έχουν πεισθεί ότι αναστήθηκε, αλλά αδυνατούν να εξηγήσουν, γιατί δεν παρουσιάστηκε, όπως πιστεύουν, ότι έπρεπε πρώτα σ’ αυτούς. Φτάνουν και να νιώθουν ενοχή που τόλμησαν να μπουν στον τάφο. «Πολύ ετολμήσαμεν», ενώ «έδει γαρ έξωθεν ημάς σταθήναι», από κει να δούμε τι έγινε. Γιατί, «ο τάφος ούτος, ουκέτι ως τάφος-αλλ’ όντως ως θρόνος Θεού υπάρχει». Έπρεπε να το σκεφτούμε, σε τάφο θείο θρόνο θα ευδοκούσε να κατοικήσει, «ο τοις πεσούσι παρέχων…» Από την άλλη, εμείς άδολα μπήκαμε. Φαίνεται όμως ότι το τόλμημα ήταν λάθος, και «μάλλον ελογίσθη καταφρόνησις… δια τούτο τάχα ουκ ώφθη ως αναξίοις» ! Οπότε, Μαρία η Μαγδαληνή που τους παρακολουθεί διακριτικά και ακούει όσα λένε, παρεμβαίνει με θαυμάσια εξήγηση. «Μύσται του Κυρίου-και όντως θερμοί ερασταί», δεν είναι έτσι, και «μη αθυμείτε». Αυτό που έγινε, αποτελεί θεία οικονομία. Και έγινε, «ίνα αι γυναίκες ως πρώται πεσούσαι-ίδωσιν πρώται τον αναστάντα.- Ημίν γαρ θέλει χαρίσασθαι το, ‘χαίρετε’, ταις πενθήσασιν, -ο τοις πεσούσι παρέχων…»
     Στην τέταρτη ο υμνογράφος παρουσιάζει Μαρία τη Μαγδαληνή, μετά την αποχώρηση των δυο μαθητών να μένει στον τάφο, «όθεν εβόα ουχί ρήμασιν, αλλά δάκρυσιν. ‘Οίμοι, Ιησού μου, πού σε μετήραν»; Και πώς «Αμώμητε»-πεντακάθαρε-δέχτηκες να βασταχτείς από ακάθαρτα και αμαρτωλά χέρια; Πώς, Εσύ για τον οποίο, «Άγιος, άγιος άγιος κράζει-τα εξαπτέρυγα», και που, «πολυόμματα-και τούτων ώμοι μόλις φέρουσί σε»; Πώς «πλάνων χείρες εβάστασαν» Εσένα που «ο Πρόδρομος βαπτίζων σε εκραύγαζε- ‘Συ με βάπτισον’»; Πώς μέρες τρεις κείσαι νεκρός συ που ανακαινίζεις τα πάντα; «Ο Λάζαρον εγείρας μετά τέσσαρας ημέρας», να μην ξέρω που έχει θαφτεί, «ίνα ως η πόρνη δάκρυσιν βρέξω-μη μόνον τους πόδας, αλλά και όλον αληθώς το σώμα και το μνήμα σου»; Κύριε όπως «τον της χήρας-υιόν ανέστησας», και «την Ιαείρου παιδίσκην ζωώσας, Τι έτι μένεις εν τω μνημείω; Ανάστηθι, επίσθητι, εμφάνηθι τοις ζητούσι σε, ο τοις πεσούσι…»
     Στην πέμπτη εικόνα έχουμε ένα δραματικό, συγκινητικό, και πολύ ανθρώπινο διάλογο ανάμεσα στη νικημένη από το κλάμα και ηττημένη από τον ανεκπλήρωτο πόθο της θέας του Αναστημένου Μαρία τη Μαγδαληνή και τον Κύριο. Που, «ιδών ο πάντα βλέπων-εσπλαχνίσθη τότε» και «ώφθη τη κόρη», ως κηπουρός, όπως της φάνηκε, και ρωτάει. «Γύναι τι κλαίεις; Τίνα θέλεις ένδον του μνήματος; Κλαίω ότι ήραν τον Κύριόν μου της ταφής-και ου οίδα πού κατάκειται.- Πάντως δε σον εστί τούτο το έργον-ει μη πλανώμαι γαρ, ο κηπουρός ει συ. Λοιπόν, ει επήρες το σώμα ειπέ μοι-καγώ λαμβάνω τον λυτρωτήν μου», Διδάσκαλο και Κύριο. Αλλά τότε, «ο τας καρδίας ερευνών, και τους νεφρούς εμβατεύων»-εισδύων-βέβαιος ότι γνωρίζει τη φωνή του, «ως ποιμήν εφώνει-την μηκωμένην-εδώ, στενάζω-αμνάδα-λέγων. ‘Μαρία’. Η δε ευθέως είπε γνωρίσασα.- Όντως ο καλός μου ποιμήν φωνεί με-ίνα τοις εννέα και ενενήκοντα αμνοίς-συναριθμήση  με …ο τοις πεσούσι…»
     Παρευθύς, «υπό πόθου θερμού και της εμπύρου αγάπης-η κόρη… κρατήσαι ηβουλήθη-τον απεριγράπτως την κτίσιν πάσαν πληρούντα-Όμως ο πλάστης» δεν τη μέμφεται για την τρυφερή ανθρώπινη βιασύνη της, «αλλ’ επί τα θεία ανάγει λέγων. ‘Μη μου άπτου’» ! Ως άνθρωπο με εκλαμβάνεις; «Θεός ειμί, ‘μη μου άπτου» ! Κόρη σεμνή σήκωσε το βλέμμα ψηλά, κατανόησε πια τα ουράνια, «εκεί ζήτησόν με. Και γαρ αναβαίνω-προς τον Πατέρα», τον οποίο εξηγεί θεολογικά ο Υμνογράφος, η Εκκλησία πιστεύει ότι, «ουκ αφήκα». Σ’ Αυτόν κινούμαι ως «ομόχρονος και σύνθρονος και ομότιμος», και έτσι είμαι, «ο τοις πεσούσιν παρέχων ανάστασιν». Και της δίνει εντολή: «Ρητορευέτω ταύτα η γλώσσα σου γύναι,-και διερμηνευέτω τοις υιοίς της βασιλείας-τοις καραδοκούσι την έγερσίν μου ζώντος». Και: «Σπεύσον, Μαρία, και τους μαθητάς μου συνάθροισον», σαν άλλη μεγαλόφωνη σάλπιγγα, «ήχησον ειρήνην εις τας εμφόβους ακοάς- των κεκρυμμένων φίλων μου-έγειρον άπαντας ως εξ ύπνου», πες τους να ανάψουν τις λαμπάδες να με υποδεχτούν. Πες τους, «ο νυμφίος ηγέρθη του τάφου …  απώσασθε, απόστολοι την νέκρωσιν, ότι εγήγερται, ο τοις πεσούσιν…».  
     Στην έκτη εικόνα η Μαρία, «ως ουν ακήκοε σαφώς-όλων των λόγων του Λόγου», σπεύδει στις φίλες και με ασυγκράτητη χαρά λέει: «Θαυμαστά γυναίκες, α είδον και διηγούμαι. Πέπλησμαι της θέας – και της ομιλίας Χριστού». Χόρτασα θέα και συνομιλία με το Χριστό. Τους εξηγεί καταλεπτώς όσα συνέβησαν, και προσθέτει περιχαρής: «Μετεποιήθη αθρόον εις ευφροσύνην η λύπη», έγιναν όλα μέσα μου γλύκα, χαρά σαν εκείνη που θα ένιωσε ο Μωυσής όταν δοξάστηκε από την παρουσία του Θεού ! Γιατί κι εγώ Τον είδα, σας λέω αλήθεια, όχι όπως εκείνος στο Σινά, αλλά στο μνήμα, «ουχ υπό νεφέλην, αλλ’ υπό σώμα, τον των ασωμάτων δεσπότην και των νεφελών-τον πριν και νυν και πάντοτε» ! Και Τον άκουσα να μου λέει: «Μαριάμ, σπεύσον και φράσον-τοις αγαπώσι με ότι εγήγερμαι», κάνε τη γλώσσα σου κλαδί ελιάς σαν εκείνο που σήμανε στο Νώε το τέλος του κατακλυσμού, να καταλάβουν «ως πέπαυται ο θάνατος, και εγήγερται, ο τοις πεσούσι…»
     Ακούγοντας αυτά «ο χορός των ευσεβών νεανίδων», λέει ότι δέχεται ως, «αληθές ο είπας», και ξεσπάει σε θερμή ομολογία πίστης. Ζητεί όμως να γίνουν κι αυτές άμεσα κοινωνοί του μεγάλου θαύματος, «ίνα μη εν μέλος ημών τρυφήση»-απολαύσει-μείνη δε τα άλλα νεκρά και άγευστα ζωής – εκείνης ης απηύλαυσας», και επιπλέον για να γίνουμε όλες μαζί «στόματα πλείστα-επισφραγίζοντα την μαρτυρίαν σου». Εμπρός, «συνόμιλε», πάμε στον τάφο να κάνουμε κοινό όλων μας «το καύχημα, ο παρέσχε σοι, ο τοις πεσούσι…» Οπότε στην έβδομη εικόνα, «ο σύλλογος των θεοφόρων θηλέων… μετά της διηγουμένης», ξεκινάει και, «ιδών τον τάφον από μακρόθεν», ξεσπά σε εξύμνησή του: «Ίδε ο τόπος, μάλλον ο άχραντος κόλπος-ίδε ο βαστάσας τον βασιλέα-ίδε ο χωρήσας ον ου χωρούσι ουρανοί», Τον χωρούν όμως οι ψυχές των Αγίων ! «Αίνος σοι, ύμνος σοι, άγιε τάφε-μικρέ και μέγιστε, πτωχέ και πλούσιε-ζωής ταμιείον, ειρήνης δοχείον-χαράς σημείον-Χριστού μνημείον-ενός μνήμα, του δε κόσμου το καύχημα, ως ηυδόκησεν, ο τοις πεσούσι…».
     Αλλά ! Καθώς υμνώντας πλησιάζουν, «είδον τον καθήμενον τω λίθω-και από φόβου εις τα οπίσω απήλθον-ευλαβηθείσαι, κάτω κλίνασαι τα πρόσωπα-και μετά δειλίας λαλούσαι ταύτα. ‘Τι τούτον το είδος εστίν ή τίνος η μορφή; -Τις πέφυκεν ον βλέπομεν;- άγγελος; άνθρωπος; άνωθεν ήλθεν-ή τάχα κάτωθεν ημίν ανέτειλεν»; Και, κοίτα να δεις ! «Πυρ πέλει-είναι-φως πέμπει, αστράπτει, αυγάζει.-Φύγωμεν κόραι μη φλογισθώμεν». Αλλά, ενώ παρακαλούν το Λόγο Χριστό, τη «χαρά των θλιβομένων», τη «ζωή πάντων», να μην πεθάνουν από το φόβο, διακρίνουν ότι έγινε γλυκός, χαμογελαστός «ο εν τω λίθω-και προς τας γυναίκας είπε». Μη φοβόσαστε σεις, να φοβούνται αυτοί που φυλάνε τον τάφο. Που θα φρίξουν, θα μαζευτούν, θα νεκρωθούν σαν μάθουν, ότι «των αγγέλων δεσπότης υπάρχει-ον νυν φρουρούσιν, αλλ’ ου κρατούσιν» ! Δούλος εγώ και διάκονος Αυτού που κατοίκησε στον τάφο, τούτο προστάχτηκα να σας αναγγείλω. «Ανέστη ο Κύριος», σύντριψε του Άδη τις χάλκινες, «και των αγίων ύψωσε κέρας». Ελάτε κόρες να ιδείτε, «πού έκειτο ο αθάνατος». Βλέποντας όλες τον κενό Τάφο, βεβαιώνονται ότι: «Αληθώς ανέστη ο Κύριος» !  Ο λόγος του αγγέλου, και ο άδειος τάφος τις έπεισαν,  «ότι περ ανέστη ο ελεήμων… ο τοις πεσούσι»
     Τέλος στην όγδοη εικόνα, «μίξασαι τω φόβω την χαράν, και ευφροσύνην τη λύπη-υπέστρεψαν… προς τους αποστόλους και έλεγον αι γυναίκες. -Τι αθυμείτε; Τι τα πρόσωπα συγκαλύπτετε; -Άνω τας καρδίας, «Χριστός ανέστη» !-Στήσατε χορείας, και είπατε άμα ημίν. Εγήγερται ο Κύριος-έλαμψεν ο τεχθείς προ εωσφόρου… Το έαρ εφάνη. Ανθήσατε κλώνες-Καρποφορίαν, μη δυσφορίαν…». Περιχαρείς οι μαθητές ζητούν και μαθαίνουν τα πάντα από τις Μυροφόρες, που καταλήγουν με ασυγκράτητη χαρά. «Εμπρός, λοιπόν. σαν κριάρια και αρνιά των προβάτων ας σκιρτήσουμε από χαρά, κι ας πούμε. ‘Ποιμένα μας, έλα και σύναξε όλους εμάς, που δειλιάσαμε και σκορπίσαμε. Νίκησες το θάνατο. Εμφανίσου σ’ αυτούς που σε ποθούν, εσύ που είσαι, «ο τοις πεσούσι παρέχων ανάστασιν».
     Το Κοντάκιο ολοκληρώνεται με κατάθεση από τον Υμνογράφο ολόθερμης προσωπικής ικεσίας στον Αναστάντα Κύριο, ως ικεσία κάθε χριστιανού, και του Σώματος της Εκκλησίας, στον 24ο Οίκο, που σε ελεύθερη απόδοση λέει: «Κάνε, Σωτήρα μου, μ’ εσέ μαζί- κι η νεκρωμένη μου ψυχή να αναστηθεί ! Μην παραβλέψεις, ικετεύω, Ελεήμον Εσύ, τον γεννημένο  αμαρτωλό και κριματισμένο. Πατέρα μου, Άγιε και Φιλεύσπλαχνε, «αγιασθήτω σου αεί το όνομα», στο στόμα, στα χείλη, στη φωνή μου, στην ωδή μου ! Χάρισέ μου να σε υμνώ,  και να ομολογώ, κηρύττω, διαλαλώ ότι όσους πέφτουν μπορείς, να ανασταίνεις, να συγχωρείς» !
********
      Από τον 8ο αιώνα τη θέση του Κοντακίου στη λατρεία της Εκκλησίας παίρνει ο Κανόνας, άλλο εκτενές μελοποιημένο ποίημα. Όπου αντίθετα από ό,τι στο Κοντάκιο, το μήνυμα είναι κυρίαρχα θεολογικό και μεγαλόπρεπο, ενώ το ιστορικό υπόβαθρο διακριτικό. Απαρτίζεται από εννιά μέρη, τις εννιά Ωδές, με τρία-τέσσερα τροπάρια κάθε μια, πρώτο, τον Ειρμό, που το ρυθμό και τη μελωδία του ακολουθούν τα άλλα. Τώρα η εξύμνηση της Ανάστασης του Χριστού και η ανάδειξη του πνεύματος και νοήματος του Πάσχα από τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό πιάνει την κορυφή. Ο περίφημος Κανόνας του στο Πάσχα, από τις πρώτες λέξεις του Ειρμού της πρώτης Ωδής, «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί», εισορμά ως πλημμυρίδα χαράς, επινίκιο άσμα και θριαμβικό εμβατήριο, «απαρχής άλλης βιοτής, της αιωνίου». Με εκπληκτική πύκνωση χριστιανικών βιωμάτων, συγκλονιστικών αθλημάτων ομολογίας πίστης στο κοσμογονικό γεγονός της Ανάστασης του Χριστού, σε καθηλώνει. Ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης παίζοντας με μια παρήχηση του λάμδα επισημαίνει: «Πρώτα λάμπρυνε τη λαμπρή μέρα με τον πρώτο ήχο, που έχει μέλος ορθό, σύντονο και γενναίο. Ύστερα ο λαμπρός μελωδός τη λάμπρυνε με λαμπρά ρήματα του λαμπρότατου Γρηγορίου του Θεολόγου. Έτσι από λαμπρό πανηγυριστή, και λαμπρό μελωδό, με λαμπρό ήχο και λαμπρό στίχο να συντεθεί λαμπρός ύμνος της λαμπρής ημέρας» !
      Στη Βιβλιοθήκη της Μονής Βατοπεδίου σώζεται και άλλος Κανόνας στο Πάσχα, ποίημα του από υιοθεσία αδελφού του Κοσμά του Μελωδού, γνωστού από τον περίφημο Κανόνα του στα Χριστούγεννα-«Χριστός γεννάται δοξάσατε». Λέγεται ότι, όταν ολοκλήρωσαν καθένας το δικό του, διάβασε πρώτος ο Κοσμάς τον Κανόνα του. Ο Ιωάννης τον επαίνεσε πολύ, και άρχισε να διαβάζει το δικό του. Αλλά ! Όταν έφτασε στο 2ο τροπάριο της 3ης Ωδής, «νυν πάντα πεπλήρωται φωτός-ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια», κατάπληκτος και γοητευμένος ο Κοσμάς τον σταμάτησε και είπε. «Εσύ αδελφέ μου σε αυτά τα τρία, «ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια», έκλεισες τα πάντα ! Λοιπόν, έχασα. Ο Κανόνας σου άριστος, θα μείνει να ψάλλεται στην Εκκλησία. Ο δικός μου ας πάει στο πλάι, «ως μη ων φωτός άξιος, και δια τα νοήματα και δια τον πενθικόν και κλαυθμηρόν ήχον του, δεν ταιριάζει καθόλου στη λαμπροφόρο ημέρα της Ανάστασης του Χριστού».
     Όντως ! Πρόκειται για έναν οριακό ύμνο στο πιο μεγάλο γεγονός, την Ανάσταση του Χριστού, το κορυφαίο της ζωής της Εκκλησίας. Για ένα ανυπέρβλητο επινίκιο άσμα «άλλης βιοτής, της αιωνίου», ανάστασης του ανθρώπου σε νέα ζωή του ! Για κάτι πέρα από μια θεολογία της Αναστάσεως, πολύ πέρα από έναν «ορθόδοξο ύμνο της χαράς», για μια «συμφωνία του νέου κόσμου». Για ένα αληθινό τεριρέμ βιωμάτων για την απαρχή της ζωής που δεν ορίζεται πια από το θάνατο, καθώς πήγασε από το κενό μνημείο, «εκ τάφου ομβρήσαντος Χριστού, εν ω στερεούμεθα» ! Θα τολμούσα, επικαλούμενος το «παραφρονών λαλώ» του Παύλου, να προσθέσω ότι είναι «ξένον λάλημα και ξένον άκουσμα» αγίας βεβαιότητας ότι, «σήμερον σωτηρία τω κόσμω», αφού, «ωραίος δικαιοσύνης ημίν έλαμψεν ήλιος», και πρόβαλε για όλους ανατολή νέας ζωής, «πάσι ζωήν ανατέλλοντα», καθώς, «Σώτερ μου … αναστάς εκ του τάφου-συνανέστησας παγγενή τον Αδάμ».
       Πρόκειται για ένα διθύραμβο της θεολογίας της Αναστάσεως ! Και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού εδώ συναντώνται δυο κορυφαίοι θεολόγοι και ποιητές, ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, από τους ελάχιστους που η Εκκλησία τίμησε με τον τίτλο του Θεολόγου, άγνωστος όμως ως μεγάλος ποιητής, γιατί νικήθηκε από τη γοητεία της ομηρικής γλώσσας, και συνέθεσε σε αρχαίο προσωδιακό μέτρο, όχι στην ελληνική κοινή και το τονικό, και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Τμήμα του λόγου του πρώτου στην Ανάσταση του Χριστού, όπως, «Αναστάσεως ημέρα, μακαρία ψυχή, λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει, αλλήλους περιπτυξώμεθα, είπωμεν, αδελφοί», έχει περάσει αυτολεξεί στον Αναστάσιμο Κανόνα του δεύτερου, και όχι λιγότερο άλλο. «Χθες συνεσταυρούμην τω Χριστώ, σήμερον συνδοξάζομαι, χθες συνενεκρούμην, συζωοποιούμαι σήμερον, χθες συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι».
     Αρκούν, λοιπόν, ερανίσματα Ειρμών ή στίχων του για να διαισθανθούμε το βάθος και την ένταση της ψυχικής ανάτασης και ανάταξης Ιωάννη του Δαμασκηνού, τις εμπνεύστριες δονήσεις που κινούσαν την πέννα του στη σύνθεση αυτού του υπέροχου Κανόνα.
     Έτσι ο ευρύτερα γνωστός Ειρμός της πρώτης Ωδής, αυτό το χαρμόσυνο προανάκρουσμα του επινίκιου αναστάσιμου άσματος-, «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα», μας κοινωνεί αμέσως με το όλο πνεύμα νόημα της ημέρας. Η «αναστάσεως ημέρα», είναι κοσμογονικό γεγονός, και καλούνται να πανηγυρίσουν όλοι οι λαοί, καθώς το «Πάσχα Κυρίου», το πέρασμα του Κυρίου από το θάνατο στη ζωή, προοιωνίζεται το σχετικό πέρασμα του ανθρώπου, και τη διαβίβασή του από τη γη στον ουρανό. Αυτό το μέγα θαύμα του θριάμβου της ζωής πάνω στο θάνατο καλούνται να υμνήσουν οι λαοί  ομολογώντας ότι, «Χριστός ο Θεός, ημάς διεβίβασεν επινίκιον άδοντας» !
     Ερανικοί στίχοι στη συνέχεια καλούν: «Καθαρθώμεν τας αισθήσεις», κατά το λόγο του Χριστού, «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται», για να να δούμε μέσα στο απρόσιτο για τον ανθρώπινο νου φως της Ανάστασης την απαστράπτουσα παρουσία του Χριστού, «Χριστόν εξαστράπτοντα», και να ακούσουμε να απευθύνει το χαιρετισμό της αγάπης και ειρήνης Του, «και χαίρετε φάσκοντα». Καλούν να πιούμε, όχι το νερό που ανάβλυσε με τη θαυματουργική μεταβολή της άγονης πέτρας της ερήμου σε πηγή, αλλά το «καινούργιο πιοτό» που αναβλύζει από τον άδειο τάφο, τουτέστιν από την πηγή του κενού τάφου Του, «εκ τάφου ομβρήσαντος Χριστού, εν ω στερεούμεθα».
     Άλλοι στίχοι καλούν να δούμε την Ανάσταση ως εκπλήρωση σειράς προφητειών. Όπως του «θεηγόρου Αββακούμ» που στήνει τη σκοπιά του ανάμεσά μας. «επί της  θείας φυλακής, στήτω μεθ’ ημών», δείχνει την αστραφτερή μορφή του αγγέλου που διακηρύττει, «σήμερον σωτηρία τω κόσμω», με την Ανάσταση του Χριστού, στην οποία αναφερόταν αιώνες πριν η δική του φωνή, «ο Κύριος … ήξει και ου μη χρονίσει». Όπως επίσης εκείνη του ετήσιου αμνού του εβραϊκού Πάσχα, αφού ο Χριστός ως άνθρωπος, «αμνός προσηγόρευται, άμωμος δε ως άγευστος κηλίδος», θυσιάστηκε «υπερ πάντων εκουσίως», καθάρισε τις αμαρτίες τους, και παρευθύς «εκ του τάφου ωραίος δικαιοσύνης ημίν έλαμψεν ήλιος» ! Και του «θεοπάτορα Δαυίδ», ο οποίος «ήλατο σκιρτών προ της σκιώδους κιβωτού», χόρευε και πηδούσε από χαρά για κείνη τη σκιώδη παρουσία του Θεού στην Κιβωτό της Διαθήκης. Ενώ εμείς, «ο λαός του Θεού ο άγιος», που δε βλέπουμε συμβολική, αλλά αληθινή παρουσία Θεού στην Ανάσταση του Χριστού, «την των συμβόλων έκβασιν ορώντες…ότι ανέστη Χριστός ως παντοδύναμος», ας νιώσουμε θεία ευφροσύνη και χαρά, «ευφρανθώμεν ενθέως».
     Ο Ειρμός της 5ης Ωδής καλεί να ξυπνήσουμε πολύ πριν τα χαράματα, «ορθροίσωμεν όρθρου βαθέος», και αντί για μύρα «τον ύμνον προσοίσωμεν τω Δεσπότη». Για να δούμε με τα μάτια της καρδιάς το Χριστό ως τον, «δικαιοσύνης ήλιον», που ανατέλλει την αιώνια ζωή σε όσους πιστεύουν ότι αναστήθηκε. Κατόπιν ο Υμνογράφος θα μας πάρει μαζί του σε ένα βύθισμα στην άβυσσο του Άδη, όπου οι δεμένες με τις αλυσίδες της αμαρτίας ψυχές βλέποντας τη λάμψη της άμετρης ευσπλαχνίας του Χριστού, βιάζονται να βρεθούν στο φως της, «προς το φως ηπείγοντο». Και, χορεύουν και πηδούν από χαρά, που ήρθε και γι αυτές το πέρασμα στην αιωνιότητα, «αγαλλομένω ποδί, Πάσχα κροτούντες αιώνιον».
     Η Αλήθεια της Εκκλησίας για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη, τη συντριβή των αιτίων που κρατούσαν δέσμιους τους πριν ανθρώπους στη μοίρα του θανάτου, τη διδαχή και  κλήση τους είναι βασική. Γι αυτό ο Ιωάννης επιμένει στο θέμα και στον Ειρμό της έκτης Ωδής. «Κατήλθες εν τοις κατωτάτοις της γης-και συνέτριψας μοχλούς αιωνίους-κατόχους πεπεδημένων Χριστέ», συσχετίζοντας τώρα την τριήμερη παραμονή στον Τάφο, με το γνωστό γεγονός του Ιωνά, «Και τριήμερος, ώς εκ κήτους Ιωνάς εξανέστης του τάφου».
     Η γλώσσα του Κανόνα, είναι εκείνη των ανθρώπων της εποχής του, επομένως οι πιστοί κατανοούν καλά τα ψαλλόμενα. Και, με δεδομένο ότι το χειρόγραφο ως βιβλίο ήταν είδος πολυτελείας, αλλά και ότι οι πιστοί έχοντας πιο λίγους περισπασμούς, άρα πιο πολύ χρόνο, προφανώς και πιο μεγάλη ζέση, ο Υμνογράφος προσέχει και διακρίνει πότε θα συνεγείρει τις καρδιές τους, και πότε θα επιμείνει στο φύτεμα των μεγάλων αληθειών και ελπίδων μας. Το πρώτο εντοπίζεται στο συγκλονιστικό τροπάριο της 7ης Ωδής, «γυναίκες μετά μύρων θεόφρονες-οπίσω σου έδραμον»-έτρεξαν. Αυτόν όμως που αναζητούσαν στον τάφο ως θνητό, έκλαιγαν και δακρυρροούσαν, «ον δε ως θνητόν μετά δακρύων εζήτουν», ευλογήθηκαν με την άφατη χαρά, να προσκυνήσουν αναστάντα και ζώντα ως Θεό, και να ευαγγελιστούν το εκπληκτικό μυστήριο του Πάσχα στους μαθητές του, «προσεκύνησαν χαίρουσαι ζώντα Θεόν-και πάσχα το μυστικόν σοις, Χριστέ, μαθηταίς ευηγγελίσαντο». Και το δεύτερο, το φύτεμα του νοήματος του Πάσχα εντοπίζεται στο εκπληκτικής θεολογικής πύκνωσης επόμενο τροπάριο. «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της αιωνίου απαρχήν». Το επαναλαμβάνω, αλλά δεν το ερμηνεύω, για να βάλουμε μέσα μας ατόφια τη μεγάλη πίστη και ελπίδα που κομίζει. «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της αιωνίου απαρχήν», σκιρτώντας από χαρά και ανυμνώντας τον Αίτιο της ευεργεσίας !
     Ξεκαθάρισε τη μεγάλη αλήθεια, τη φύτεψε καλά στην καρδιά των πιστών, και καλεί σε ξέφρενο πανηγύρι-Ειρμός 8ης Ωδής-εξηγώντας συνάμα ότι ακριβώς γι αυτό η πρώτη μετά το Σάββατο ημέρα, η Κυριακή είναι, ονομαστή, άγια, βασίλισσα, κυρία μέρα, γιορτή ανώτερη από όλες τις γιορτές, πανηγύρι πιο μεγάλο από όλα τα πανηγύρια. «Αύτη η κλητή και αγία ημέρα, η μία των Σαββάτων, η βασιλίς και κυρία. Εορτών εορτή και πανήγυρις εστί πανηγύρεων, εν η ευλογούμεν Χριστόν εις τους αιώνας» ! Με ποιο τρόπο; «Δεύτε του καινού της αμπέλου γεννήματος, της θείας ευφροσύνης, εν τη ευσήμω ημέρα της εγέρσεως». Ευδιάκριτο ότι, με την κοινωνία του Σώματος και Αίματός του, ως πρόγευση της αιώνιας Βασιλείας του, «Βασιλείας τε Χριστού κοινωνήσωμεν».
     Δεν μπορεί να συγκρατήσει άλλο τη χαρά του ο Ιωάννης, και απευθύνεται στην Εκκλησία των αιώνων. Σήκωσε τα μάτια, κοίταξε γύρω, και δες, προτείνει με υπέροχο σάλπισμα, «άρον κύκλω τους οφθαλμούς σου Σιών και ίδε». Να, φτάνουν από δύση, βορά, θάλασσα, ανατολή, αστέρια που ακτινοβολούν φως Χριστού, τα παιδιά σου ! Και ευλογούν από τη μητρική αγκαλιά σου τον Κύριο στους αιώνες. Οπότε κλείνει αυτή την Ωδή, πείτε εσείς, αν ξεπερνώντας ο θεολόγος τον ποιητή ή ο ποιητής το θεολόγο, βάζοντας στα χείλη των πιστών μια εκπληκτικά ευσύνοπτη και ευκόλως αφομοιώσιμη Τριαδική ποιητική ομολογία πίστεως ! «Πάτερ Παντοκράτορ, και Λόγε, και Πνεύμα, τρισίν ενιζομένη εν υποστάσεσι φύσις -με τρεις υποστάσεις-πρόσωπα σε μια φύση-ουσία. Υπερούσιε και Υπέρθεε εις σε βεβαπτίσμεθα και σε ευλογούμεν εις πάντας τους αιώνας».
     Η 9η Ωδή στον Κανόνα ανήκει πάντα στο πρόσωπο της Παναγίας. Έτσι εδώ η αγνή Θεοτόκος καλείται να ευφρανθεί για την Ανάσταση του Υιού της, «συ δε αγνή τέρπου Θεοτόκε, εν τη εγέρσει του τόκου σου», μέσα στο λαμπρό πανηγύρι της λάμπουσας από  χαρά Εκκλησίας-Νέας Ιερουσαλήμ. «Φωτίζου, φωτίζου η νέα Ιερουσαλήμ», η οποία αστραποβολά υπερκόσμιο φως θείας δόξας, «η γαρ δόξα Κυρίου επί σε ανέτειλε». Και, Ιωάννης ο Δαμασκηνός ολοκληρώνει το ανυπέρβλητο επινίκιο άσμα του προτείνοντας στους πιστούς των αιώνων να στήνουν μέσα τους αυτί, και ν’ ακούνε πάντα, προσθέτω, ιδιαίτερα όταν ο ορίζοντας σκοτεινιάζει, και όλα γύρω είναι μαύρα, όπως στις μέρες μας, τη «θεία, φίλη, και γλυκύτατη φωνή» του Αναστημένου Κυρίου, που «αψευδώς επηγγείλω»-υποσχέθηκε-ότι θα είναι παρών «μεθ’ ημών μέχρι τερμάτων αιώνος». Και να την έχουν ως «άγκυραν ελπίδος». Να μπορούν, δηλαδή, ακόμα και τότε να γιορτάζουν πλημμυρισμένοι από αγαλλίαση, «Πάσχα το μέγα και ιερώτατον», του Χριστού, που είναι «η Σοφία, ο Λόγος και η Δύναμη του Θεού», και να τον παρακαλούν να τους αξιώσει να ζήσουν πιο άμεσα και καθαρά-«εκτυπώτερον»-την αναστάσιμη χαρά, «εν τη ανεσπέρω-αιώνια- ημέρα της Βασιλείας σου» !
*******
      Ατμόσφαιρα σταθερής πίστης από λαμπρό Κοντάκιο, ύψιστης χαράς, από θριαμβικό Κανόνα ! Από αμφότερα, διαχρονική πρόσκληση-πρόκληση πίστης στο κοσμογονικό γεγονός της Ανάστασης του Χριστού, ως «απαρχής άλλης βιοτής, της αιωνίου». Δυο μεγάλες αναστάσιμες συνθέσεις, σφραγίδες του πνεύματος που πρέπει να καταυγάζει τη ζωή των χριστιανών. Δυο μεγάλοι υμνογραφικοί θησαυροί της Ορθοδοξίας ! Άγνωστοι όμως δυστυχώς στο ευρύτερο εκκλησιαστικό πλήρωμά της, επί του προκειμένου, ο Κανόνας στο Πάσχα. Αφού αποχωρεί μαζικά, μετά το, «Χριστός Ανέστη», και το λεγόμενο «φιλί της αγάπης», εν μέσω βάρβαρου ορυμαγδού κροτίδων και πυροτεχνημάτων. Αν προσθέσουμε εδώ το γλωσσικά ακατάληπτο πια, και την όχι σπάνια ψαλμική κακοποίησή του από τάχα μου ρέκτες του βυζαντινού μέλους, πείτε μόνοι σας, αν ο σημερινός ορθόδοξος κοινωνεί Ανάσταση Χριστού ή είναι από συνήθεια παρών στην τελετουργία.
     Βέβαια, οι αναστάσιμοι ύμνοι θα συνεχίσουν να ψάλλονται, οι λαμπάδες να καίνε, η ευχή «Χριστός ανέστη», και το «φιλί της αγάπης» να ανταλλάσσονται. Το Πάσχα ως κορυφαίο Ελληνικό πανηγύρι με σύμβολο τον οβελία, τα παραδοσιακά τραγούδια, και τους χορούς δε θα σταματήσουν. Και η τουριστική περιπλάνηση, ίσως και παραπλάνηση, θα αναδείχνει τη γοητεία των Πασχαλινών ημερών σαν ρομαντική επιστροφή στην παιδική αθωότητα. Όμως, η Ανάσταση του Χριστού ως δυναμική της νίκης Του πάνω στο θάνατο, πόσο θα επηρεάζει τη ζωή των ανθρώπων, και των λεγομένων ορθόδοξων Ελλήνων, πόσο θα την αλλάζει, θα τη στρέφει σε πορεία ζωής  όντως αναστάσιμη !
Δυο κορυφαίοι Υμνογράφοι, οι Άγιοι, Ρωμανός ο Μελωδός και Ιωάννης ο Δαμασκηνός θα συνεχίσουν να προσκαλούν-προκαλούν σε συνάντηση με τον Αναστάντα, και «παρέχοντα τοις πεσούσιν Ανάστασιν» ! Να την υπομνηματίζουν «ως απαρχήν άλλης βιωτής, της αιωνίου» ! Να καλούν να κρατάμε καλά την επαφή με το μέγα θαύμα, και να στήνουμε αυτί «στη θεία, φίλη και γλυκύτατη φωνή» του Αναστάντος, που «αψευδώς» υποσχέθηκε ότι θα είναι «μεθ’ ημών μέχρι τερμάτων αιώνος ως άγκυρα ελπίδος» !  
     Μακάριοι όσοι ασκούνται να προσεγγίζουν έτσι το κορυφαίο γεγονός της Εκκλησίας, την Ανάσταση Χριστού !

«Χριστός Ανέστη».
Αθανάσιος Κοτταδάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: