Τρίτη 16 Απριλίου 2013

Προσκυνηματική επίσκεψη στην Αγιοτόκο Καππαδοκία. - Χρήστος Τσούβαλης


Προσκυνηματική
επίσκεψη
στην Αγιοτόκο Καππαδοκία.

Σήμερα η περιοχή της Κεντρική Ανατολίας της Τουρκίας περιλαμβάνει 13 Νομούς: 1.- Eskişehir (Δορύλαιον), 2.- Ankara (Άγκυρα), 3.- Çankırı (Γάγγρα), 4.- Kırıkkale (Κιρίκκαλε), 5.- Yozgat (Γιοζγάτη), 6.- Sivas (Σεβάστεια), 7.- Aksaray (Αρχελαῒς), 8.- Nevşehir (Νεάπολις), 9.- Kayseri (Καισάρεια), 10.- Niğde (Νίγδη), 11.- Kırşehir (Μωκησσός), 12.- Karaman (Λάρανδα) και 13.- Konya (Ικόνιον). Μεταξύ των Νομών Άκσαραϊ, Νέβσεχιρ, Κάϊσερι και Νίγντε βρίσκεται το βραχώδες λεκανοπέδιο της Καππαδοκίας που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και τις πόλεις Νέβσεχιρ (Νεάπολη) και Άβανος (Βενάσα), τα χωριά Ζελβέ (Ζέλβη), Τσαβουσίν, Ντερίνκουγου (Μαλακοπή), Καϊμακλί (Ανακού), Μουσταφά πασά (Σινασό), Ταλάς (Μουταλάσκη), Εντρουλούκ (Ανδρονίκη), Φερτέκ (Φερτέκι), Κεμέρχισαρ (Τύανα), Γκιουζέλγιουρτ (Καρβάλη), Καγιάμπασί και τον οικισμό Ούργκιουπ (Άγιος Προκόπιος ή Προκόπι) με την πιο φημισμένη τοποθεσία το Γκιόρεμε (Κόραμα).

Το λεκανοπέδιο της Καππαδοκίας αποτελείται από ηφαιστειακό υλικό, πολύ μαλακό, από τη συσσώρευση λάβας και λάσπης, που κύλησαν από το βουνό Αργαίος (Έρτζιγιας - Erciyas dağ),  που έχει υψόμετρο 3.917 μ. και δεσπόζει της Καισάρειας. Από τη διάβρωση το οροπέδιο έχει αλλοιωθεί, παίρνοντας εκπληκτικά σχήματα, κώνους, κολόνες, πύργους, πυραμίδες ή βελόνες, των οποίων το ύψος φτάνει μέχρι και τα τριάντα μέτρα. Ένα τοπίο εξωγήινο. Ένα τοπίο, όπου προκαλεί δέος σ’ αυτόν που το αντικρίζει. «Πέτρες κάθε λογής και κάθε διαμόρφωσης από τα στοιχεία της φύσης ή από τα χέρια των ανθρώπων. Τρύπιες πέτρες, φαγωμένες από τα νερά, λαξεμένες κούφιες από μέσα, με πελεκητά πορτοπαράθυρα. Κάποτε τα εξωτερικά τοιχώματα είχανε πέσει, κι άφηναν το βλέμμα να σεργιανίσει με οικειότητα στα κελιά και στα κανάλια ενός περίπλοκου μοναστηριού», σημειώνει ο Σεφέρης από την επίσκεψή του στην Καππαδοκία. Στους μαλακούς βράχους λαξεύτηκαν δαιδαλώδεις σπηλιές ως σπίτια, ως εκκλησίες και «πετροκομμένα μοναστήρια» ή «πετρομονάστηρα», δημιουργήματα της βαθιάς και ενθουσιώδους πίστεως των αναχωρητών, των μοναχών και των άλλων γενικά οπαδών της Ορθοδοξίας, αποτελούν, με τις αρκετές ιδιομορφίες τόσο στην αρχιτεκτονική, όσο και στην αγιογράφηση των ναών τους, μια εντελώς ιδιότυπη ομάδα μνημείων της χριστιανικής αρχαιολογίας και τέχνης.

Οι αρχαιότεροι παλαιοχριστιανικοί ναοί της Καππαδοκίας, πού χρονολογούνται γύρω στον 5ο αιώνα, έχουν μορφή τρίκλιτης βασιλικής, είναι απλοί ως προς την μορφή και την διακόσμηση, ξυλόστεγοι, χωρίς αίθρια, νάρθηκες ή υπερώα, και ή αψίδα τού ιερού παρουσιάζει εσωτερικά πεταλόσχημο και εξωτερικά πολυγωνικό σχήμα. Τα κλίτη χωρίζονται με πεσσούς μονόλιθους, πού στις δυο πλευρές τους έχουν λαξευμένους ημικίονες. Για την οικοδόμηση των τοίχων (οι οποίοι εξωτερικά διακοσμούνται με μεγάλα γείσα), χρησιμοποιήθηκαν μεγάλοι ισόδομοι λίθοι. Οι αρχαιότερες καππαδοκικές αγιογραφίες και τοιχογραφίες έχουν μορφή απλή και καθαρά διακοσμητική. Φιλοτεχνήθηκαν κατ’ ευθείαν επάνω στον βράχο, χωρίς να προηγηθεί ή γνωστή προεργασία των βυζαντινών ναών. Σπάνια υπάρχουν μορφές μεμονωμένων αγίων. Ο έμπειρος θεατής και ο μελετητής των αγιογραφιών και τοιχογραφιών της Καπ- παδοκίας αντιλαμβάνεται εύκολα ότι έχει να κάνει με έργα λαϊκής τέχνης πού διαπνέονται από ένα ξεχωριστό ρεαλισμό και έντονη δραματικότητα και γραφικότητα. Οι καλλιτέχνες μεταχειρίζονται λίγα χρώματα, τέσσερα ως πέντε το πολύ, σε ανοιχτούς τόνους και με πλατιές πινελιές. Το «πλάσιμο» των μορφών είναι υποτυπώδες και κυρίως έχομε ιχνογράφημα και όχι ουσιαστική αγιογραφία. Γενικά, οι τοιχογραφίες τής Καππαδοκίας είναι δημιουργήματα μιας μοναχικής σχολής, πού συνεχίζει την παράδοση της συριακής αγιογραφίας. Οι μεταγενέστερες από τις πρώτες αυτές τοιχογραφίες της Καππαδοκίας, πού χρονολογούνται ως και τον 13ο αιώνα, αγιογραφήθηκαν επάνω σε γύψο. Ως προς τα θέματα, παρατηρείται ιδιαίτερη αγάπη για σκηνές παρμένες από τον ευαγγελικό κύκλο, ενώ, αντίθετα, περιορισμένες είναι οι παραστάσεις πού προέρχονται από την Π. Διαθήκη. Μερικές φορές, εικόνες από την ζωή τής Θεοτόκου χρησιμεύουν ως εισαγωγή στην ζωή τού Χριστού. Ο Άγιος Προκόπιος, ο Άγιος Ευστάθιος, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, η Αγία Αικατερίνα, οι Άγιοι Ανάργυροι κ.ά. είναι επίσης θέματα ιδιαίτερα αγαπητά στις καππαδοκικές αγιογραφίες. Συχνά, τέλος, εικονίζονται, μαζί με τούς προστάτες τους αγίους, οι κτίτορες των ναών.

Την 1η μέρα στην Καππαδοκία διανυκτερεύουμε στην πρωτεύουσα του Νομού Nevşehir, που είναι η πόλη Νεάπολη. Η πόλη αυτή ονομάζονταν Μούσκαρα (Muşkara) και υπήρχε στη θέση της η αρχαία Νύσσα. Σήμερα, στην παλαιά ελληνική συνοικία της, σώζεται μια εκκλησία, που μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών μετατράπηκε σε μία πνιγερή μουχλιασμένη και ανήλεα φυλακή.
 

Τη 2η μέρα, διανύοντες 115 χλμ. περίπου πηγαίνουμε στο φαράγγι του Περιστρέμματος (Belisırma, İhlara vadisi). Ένα φαράγγι ελικοειδές μήκους 16 χιλιομέτρων, χωρισμένο σε δύο τμήματα από τον ποταμό Μελεντίζ (Melendiz suyu), που το διασχίζει με κάθετα σχεδόν τοιχώματα, τα οποία σε ορισμένα σημεία φθάνουν σε βάθος τα 150 μ. Από ψηλά έχει μια θέα φαντασμαγορική. Δε χορταίνει κανείς να κάθεται επί ώρες ρεμβάζοντας αυτό το θαυμάσιο τοπίο. Παίρνουμε τον δρόμο και κατεβαίνουμε στη χαράδρα από κάποια σκαλοπάτια, που είναι περίπου 360. Ακολουθώντας τη ροή του ποταμού περπατάμε μέσα στην κοιλάδα. Δεν επηρεάζουν καθόλου το εσωτερικό κλίμα της σπηλιάς τα μεγάλα ανοίγματα που βρίσκονται μπροστά στην είσοδο. Στο νότιο τμήμα του, που είναι βαθύτερο και πιο απότομο, στη βυζαντινή εποχή    ( 9ο-13ο αιώνα) αναπτύχθηκε ένα από τα μεγαλύτερα μοναστικά κέντρα της Καππαδοκίας. Μέσα σ’ αυτή τη χαράδρα και στα κάθετα τοιχώματα του φαραγγιού λαξεύτηκαν 105 εκκλησίες διακοσμημένες με θαυμάσιες εικόνες, πολλά μοναστήρια καθώς και 5.685 σπίτια με τραπεζαρίες καθίσματα, αποθήκες, κρεβάτια μονοκόμματα ένα με τον βράχο. Ένας ολόκληρος πληθυσμός χωμένος μέσα στα βράχια. Από τις 105 εκκλησίες, που θα συναντήσουμε  κάποιες δεν πρέπει να τις παραλείψουμε. Απ’ αυτές πρώτος και καλύτερος ο μονόχωρος λαξευτός ναός του Αγίου Γεωργίου (Kırk Dam Altı Kilise), που ο αγιογραφικός διάκοσμός του είναι σε γενικές γραμμές καλύτερης ποιότητας από εκείνον των περισσοτέρων καππαδοκικών μνημείων και χρονολογείται  στο τελευταίο τέταρτο του 13ου αιώνα. Επίσης σημαντικές είναι και : η ευωδιαστή εκκλησία (kokar kilise), η οποία έχει τάφους κάτω από το ναό και κάποιες εξαιρετικές νωπογραφίες, όπως της Γέννησης και της Σταύρωσης, η εκκλησία με φίδι (yılanlı kilise), με νωπογραφίες της δευτέρας Παρουσίας, όπου παριστάνουν τις κάθε λογής τιμωρίες των αμαρτωλών, η εκκλησία με κολώνες (direkli kilise) η οποία είναι σε σχήμα σταυρού με έξι κολώνες και είχε αρχικά δύο πατώματα κάτω από τα οποία υπάρχουν ταφικοί θάλαμοι, η εκκλησία με υακίνθους (sümbüllü kilise), της οποίας κύριο σημείο ενδιαφέροντος δεν είναι οι νωπογραφίες, ή τέλος πάντων τα απομεινάρια τους, αλλά η πολύ καλά διατηρημένη, απλή και κομψή πρόσοψη και η εκκλησία της χορταποθήκης ή του αχυρώνα του Μπαχατίν (Bahattinin samanlığı kilise), επειδή ο ντόπιος αυτός αποθήκευε τη σοδειά του. Οι νωπογραφίες εδώ είναι από τις πιο καλοδιατηρημένες σε όλο το φαράγγι και αναπαριστούν σκηνές από τη ζωή του Χριστού,  όπως τη Βάπτιση, τη Σταύρωση και τη Σφαγή των Νηπίων.

Σε απόσταση περίπου 9 χλμ. από το χωριό İhlara βρίσκεται η Καρβάλη, ή Κέλβερι, ή Κελλίβαρα (Gelveri-Γκέλβερι-Güzelyurt). Ο οικισμός είναι κτισμέν-ος σε υψόμετρο 1480 μ. και ήταν χωρισμένος σε δύο τμήματα την κάτω και την πάνω συνοικία-μαχαλλά (mahalle). Κτίζοντας οι κάτοικοι της Καρβάλης τα σπίτια τους μέσα στα ιδιόμορφα ηφαιστιογενή πετρώματα της περιοχής για να προστατευθούν από τους εχθρούς, δεν παρέλειπαν να φτιάχνουν και τόπους λατρείας προς τον αληθινό Θεό. Στις αρχές του 20ου αιώνα στην Καρβάλι υπήρχαν τρεις ναοί: του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου του Ναζιανζηνού, που ήταν ο κεντρικός και σπουδαιότερος ναός του οικισμού. Ήταν σταυροειδής ναός με τρούλο. Από το ναό αυτό μετέφεραν με πολύ κόπο οι πρόσφυγες το σκήνωμα του Αγίου καθώς και άλλα ιερά κειμήλια μαζί με τη φιάλη στον ναό της Νέας Καρβάλης. Ο ναός αυτός έχει, εδώ και πολλές δεκαετίες, μετατραπεί σε τέμενος. Ο άμβωνας, της εκκλησίας, ακόμη αποτελεί το στολίδι του νέου οίκου προσευχής, και είναι βγαλμένος από το χέρι μεγάλου καλλιτέχνη. Σύμφωνα με την παράδοση αποτελείται από ένα μονοκόμματο κομμάτι ξύλου και είναι ανεκτίμητης αξίας. Επίσης σώζεται ακόμη ένα τμήμα από το τέμπλο του ναού. Δίπλα από την εκκλησία, μέσα στον περίβολο, υπάρχει το Αγίασμα της Αγίας Παρασκευής, για το οποίο χρειάζεται να κατέβεις 64 σκαλιά. Οι άλλοι ναοί ήταν της Παναγίας και των Αγίων Αναργύρων (Sivişli kilise). Εκτός από τους παραπάνω ναούς υπήρχε και ένας μεγάλος αριθμός από παρεκκλήσια και ξωκλήσια μέσα στον οικισμό και γύρω απ’ αυτόν. Μετά από 300 μ. από την κεντρική πλατεία της Καρβάλης φθάνουμε στην είσοδο του υπόγειου χωριού. Λίγο πιο κατηφορικά θα βρούμε την είσοδο σε μια άλλη υπόγεια πόλη, που λέγεται ότι έχει 7 πατώματα. Μετά απ’ εδώ μπορείτε να συνεχίσετε τη βόλτα σας μέσα στην κοιλάδα των Μοναστηριών.
Τη 3η μέρα επισκεπτόμαστε, 19 χλμ. βόρεια της Νεάπολης, την Αραβισσό (Gülşehir). 4 χλμ. από την πόλη θα βρείτε το Ανοιχτό παλάτι, που περιλαμβάνει ένα όμορφο μοναστήρι σκαμμένο στο βράχο, κάποιες εκκλησίες και έναν παράξενο βραχώδη σχηματισμό σε σχήμα μανιταριού. Το κορυφαίο αξιοθέατο της μικρής πόλης είναι  η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, που βρίσκεται στα νότια περίχωρα και 2 χλμ. βόρεια του ανοιχτού παλατιού. Πρόκειται για μια εκκλησία του 13ου αιώνα με δύο επίπεδα που είναι γεμάτη με υπέροχες, πρόσφατα αποκατεστημένες νωπογραφίες.

Μέσω της πόλης Άβανος (Avanos), που φημίζεται για τα εργαστήρια κεραμικής, φθάνουμε στην κοιλάδα Ζελβέ (Zelve vadisi), η οποία ήταν αναχωρητήριο μοναχών από τον 9ο έως τον 13ο αιώνα. Η πόλη αυτή θεωρείται υπαίθριο μουσείο, αφού έχει λαξευτές εκκλησίες με σημαντικότερη την εκκλησία των ψαριών, Μπαλικλί κιλίσε (Balıklı kilise), λόγῳ του ότι έχει ανάγλυφους ιχθείς στο εσωτερικό της. Οι αναπαραστάσεις ψαριών ήταν χριστιανικά σύμβολα, από τα αρχικά ΙΧΘΥΣ (Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ).

Στη συνέχεια επισκεπτόμαστε την Τσαουσίν (Çavusin). Στην είσοδο του χωριού βρίσκεται ο μονόχωρος καμαροσκεπής ναός του Νικηφόρου Φωκά (Μεγάλος Περιστερώνας). Ο αγιογραφικός διάκοσμος εναρμονίζεται σε γενικές γραμμές με τα «αρχαϊκά» εικονογραφικά πρότυπα : ο Χριστός εν δόξη εικονίζεται στην κεντρική αψίδα του Ιερού, ενώ ένας αρκετά λεπτομερής κύκλος της ζωής του Χριστού εξελίσσεται σε επάλληλες ζώνες στον κυρίως ναό. Ο νάρθηκας της εκκλησίας έχει πλέον καταρρεύσει σχεδόν ολοσχερώς, αφήνοντας σε κοινή θέα ορισμένες από τις τεράστιες κοκκινωπές μορφές των αρχαγγέλων που κοσμούσαν το εσωτερικό του. Στο παλιό τμήμα του χωριού και κοντά στην κορυφή του λόφου θα συναντήσουμε την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, που έχει διαστάσεις καθεδρικού ναού. Είναι μια από τις αρχαιότερες εκκλησίες της Καππαδοκίας. Σχεδόν πάνω στον κεντρικό δρόμο θα βρούμε την άλλη εκκλησία του Αγίου Αποστόλου Ιωάννη, που έχει πολύ ωραίες νωπογραφίες.

Και τελειώνουμε την ημέρα μας με το Κόραμα (Göreme, Avcılar), που βρίσκεται 15 χλμ. Α. της Νεάπολης και 5 χλμ. του Προκοπίου. Είναι ένας μοναδικός χώρος στο κόσμο η μοναστική πολιτεία του Κοράματος και των Σπαθιών. Η δεύτερη είναι πολύ κοντά στην πρώτη, τριακόσια ή τετρακόσια μέτρα, και λέγεται έτσι από τη σπαθωτή μορφή των μονόπετρων εκκλησιών της. Είναι ένας αρχαιολογικός χώρος καταπληκτικός και καθαρά χριστιανικός. Μέσα σε μια κοιλάδα δεσπόζει μια αχανής έκταση με πολλά παρεκκλήσια, μεταξύ των οποίων είναι του Αγίου Βασιλείου, της Αγίας Βαρβάρας, το παρεκκλήσι του Αγίου Ονούφριου, το παρεκκλήσι που είναι κοντά στην εκκλησία «των σπαθιών» και το παρεκκλήσι της Αγίας Αικατερίνης, που είναι ένα μικρό κοιμητήριο. Επίσης υπάρχουν και εκκλησίες, όπως η «γιλανλί κιλίσε» δηλαδή εκκλησία «με φίδι (yılanlı)» που ονομάζεται και εκκλησία του Αγίου Ονουφρίου που έχει εικονοκλαστική διακόσμηση απέριττη και πανέμορφη. Εδώ θα δούμε επίσης μια νωπογραφία του Παντοκράτορα Χριστού στην κόγχη, καθώς και νωπογραφίες της Παρθένου Μαρίας και της Αγίας Βαρβάρας. Η «κιλιτσλάρ κιλίσε» δηλαδή η εκκλησία των «σπαθιών (kılıçlar)», της οποίας ο αγιογραφικός διάκοσμος είναι γενικά καλής ποιότητας και αποτελεί έργο τοπικού εργαστηρίου. Το εικονογραφικό πρόγραμμα εντάσσεται στην «αρχαϊκή» ομάδα διακοσμήσεων με τον ιδιαίτερα αναπτυγμένο κύκλο της παιδικής ηλικίας και των Παθών του Χριστού. Ωστόσο, αρκετά νεωτερικά στοιχεία τοποθετούν το ναό προς το τέλος της ομάδας και οδηγούν σε μια χρονολόγηση του γραπτού του διακόσμου στο β΄ τέταρτο ή και στα μέσα του 10ου αιώνα. Ανήκει στον τύπο του ελεύθερου σταυροειδούς ναού. Από το εικονογραφικό πρόγραμμα διατηρούνται οι τοιχογραφίες στην αψίδα, μορφές αγίων και η σκηνή της Γέννησης στη νότια κεραία.
Η «τοκαλί κιλίσε» δηλαδή η εκκλησία «με στέκα (tokalı)», που είναι μια από τις μεγαλύτερες και ωραιότερες εκκλησίες του Κοράματος με υπέροχες νωπογραφίες στους δύο κυρίως χώρους και στα δύο μικρά παρεκκλήσια. (το ένα κάτω από τη γη) η παλαιά και η νέα εκκλησία. Οι τοιχογραφίες της παλαιάς εκκλησίας, προϊόν τοπικού εργαστηρίου του α΄ τετάρτου του 10ου αιώνα, αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της «αρχαϊκής» ομάδας. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αγιογραφικός διάκοσμος και της νέας εκκλησίας, που αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της τέχνης της Mακεδονικής Aναγέννησης. Η «τσαρικλί κιλίσε» δηλαδή η εκκλησία «με τσαρούχι (çarıklı)», παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, λόγω της υψηλής ποιότητας του γραπτού της διακόσμου, αλλά κυρίως λόγω της σύλληψης του εικονογραφικού της προγράμματος, όπου κεντρική θέση φαίνεται ότι κατέχει ο Τίμιος Σταυρός, στον οποίο ίσως ήταν αφιερωμένος ο ναός.
Η «καρανλίκ κιλισε» δηλαδή η εκκλησία του σκότους (karanlık)», αυτό το λαξευτό μοναστηριακό συγκρότημα της Αναλήψεως, λαξεύτηκε σε δύο καθ’ ύψος επίπεδα. Αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά και καλύτερα διατηρημένα βυζαντινά μνημεία στην Καππαδοκία. Οι διάφοροι χώροι, που το απαρτίζουν οργανώνονται σε δύο επίπεδα και καταλαμβάνουν τις τρεις πλευρές (ανατολική, δυτική και νότια) μιας σχεδόν τετράγωνης και υπερυψωμένης αυλής. Στην ανατολική πλευρά της αυλής ανοίγεται η πόρτα που οδηγεί στο εσωτερικό του ναού της Αναλήψεως, ο οποίος ακολουθεί τον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο στο κεντρικό τμήμα του. Πέντε ακόμα τρούλοι και ημικυλινδρικοί θόλοι καλύπτουν τα υπόλοιπα μέρη του κυρίως ναού. Το Ιερό Βήμα διαμορφώνεται από τρεις αψίδες στην ανατολική πλευρά του ναού. Στα νότια, στην πλευρά του νάρθηκα, είναι προσαρτημένο ένα ταφικό διαμέρισμα. Ανάμεσά τους αναγνωρίζονται το ομώνυμο καθολικό της μονής, αξιοσημείωτο για τον αγιογραφικό του διάκοσμο, όπου δογματικές παραστάσεις από τον κύκλο της ζωής του Χριστού συνδυάζονται με πολυπληθείς μορφές προφητών, αγίων και μαρτύρων, στα σημεία δε όπου το κονίαμα έχει πέσει αποκαλύπτεται μια προγενέστερη γεωμετρική διακόσμηση με κόκκινο χρώμα, ζωγραφισμένη απευθείας πάνω στα τοιχώματα του βράχου. Επίσης υπάρχει και μια μεγάλη τράπεζα, καθώς και άλλες αίθουσες που θα μπορούσαν να στεγάσουν τις καθημερινές δραστηριότητες των μοναχών ή να χρησιμεύουν ως αποθηκευτικοί χώροι. Η χρονολόγηση, που προτείνεται για τη μονή στο σύνολό της, συμπίπτει με αυτή του ομώνυμου ναού, τον οποίο η γενικότερα αποδεκτή άποψη τοποθετεί περίπου στα μέσα του 11ου αιώνα με κριτήριο την αρχιτεκτονική και κυρίως το εικονογραφικό του πρόγραμμα. Ορισμένοι άλλοι μελετητές προτείνουν τη χρονολόγηση της εικονογράφησης του ναού στα τέλη του 12ου ή στις αρχές του 13ου αιώνα, βασιζόμενοι κυρίως στην τεχνοτροπική ανάλυση των τοιχογραφιών.
Τέλος η «ελμαλί κιλίσε» δηλαδή η εκκλησία «με μήλα»(elmalı), που είναι λαξευμένη σε έναν απομονωμένο λίθινο κώνο, στο δυτικό άκρο της κοιλάδας. Η είσοδος της εκκλησίας βρισκόταν αρχικά στη δυτική πλευρά της, η οποία όμως δεν ήταν προσβάσιμη καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, οπότε οι πιστοί εισέρχονταν από μία μεταγενέστερα διανοιγμένη σήραγγα, η οποία κατέληγε στη βορειοδυτική πλευρά του κυρίως ναού. Τα τελευταία χρόνια, όμως, η χρήση της δυτικής εισόδου του ναού έγινε και πάλι δυνατή: στο πλαίσιο των γενικευμένων αναστηλωτικών εργασιών, κατά τη δεκαετία του 1990, κατασκευάστηκε μια μνημειώδης σκάλα που οδηγεί στη δυτική πλευρά του ναού, όπου και διακρίνονται ίχνη του νάρθηκα, ο οποίος έχει πλέον καταστραφεί. Πρόκειται για έναν αρχιτεκτονικό τύπο ιδιαίτερα διαδεδομένο στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες περιοχές της Αυτοκρατορίας κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο. Εκτός από τον κεντρικό τρούλο στο χώρο που ορίζεται από τους τέσσερις κίονες, δύο ακόμα ημισφαιρικοί θόλοι (τρούλοι) καλύπτουν την ανατολική και τη δυτική κεραία του σταυρού. Οι υπόλοιπες κεραίες (βόρεια και νότια) καθώς και τα τέσσερα γωνιακά διαμερίσματα καλύπτονται από μικρούς και αβαθείς τρούλους (φουρνικά). Ένας συνεχόμενος λαξευτός πάγκος διατρέχει περιμετρικά το εσωτερικό του κυρίως ναού. Ο κυρίως ναός (με μήκος πλευράς περίπου 5,50-6,10 μ.) παρουσιάζει παρόμοια κάτοψη και αναλογίες με αυτόν του ναού «εκκλησιά του «σκότους». Οι αναλογίες του όμως και η ποιότητα της λάξευσης είναι λιγότερο προσεγμένες. Στην ανατολική πλευρά του ναού, το ιερό βήμα διαμορφώνεται από τρεις αψίδες που παρουσιάζουν πεταλόμορφη κάτοψη. Όψεις και κατόψεις σε σχήμα πετάλου αποτελούν διαδεδομένο χαρακτηριστικό στην αρχιτεκτονική της Καππαδοκίας. Η κεντρική αψίδα είναι μεγαλύτερων διαστάσεων από τις πλευρικές και χωριζόταν από τον κυρίως ναό με ένα ψηλό τέμπλο λαξευμένο στο βράχο, από το οποίο σώζονται λίγα μόνο τμήματα. Στην καθεμιά από τις τρεις αψίδες έχουν λαξευτεί ένα κάθισμα, στη δεξιά πλευρά, και μια Αγία Τράπεζα που εφάπτεται στο ανατολικό τοίχωμα. Καθεμία από τις αψίδες παραμένει αυτόνομη, σε αντίθεση με την «εκκλησία του σκότους», όπου προβλεπόταν η επικοινωνία μεταξύ της κεντρικής και της βόρειας αψίδας κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, μαρτυρώντας έτσι την επίδραση της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής της Κωνσταντινούπολης στην περιοχή. Από τις παραπάνω εκκλησίες οι τρεις: η εκκλησία «με μήλα», η εκκλησία «με τσαρούχι» και η εκκλησία του «σκότους», ανήκουν στην ομάδα των «εκκλησιών με κίονες», χρονολογούνται περίπου από τα μέσα του 11ου αιώνα, ακολουθούν τον τύπο του εγγεγραμμένου σταυροειδούς ναού με κεντρικό τρούλο και τρεις αψίδες και παρουσιάζουν πλούσιο εικονογραφικό πρόγραμμα. Το μοναστηριακό συγκρότημα στο σύνολό του είναι λαξευμένο στον μαλακό βράχο που χαρακτηρίζει ολόκληρη την περιοχή της Καππαδοκίας. Οι διάφοροι χώροι που το απαρτίζουν οργανώνονται σε δύο επίπεδα και καταλαμβάνουν τις τρεις πλευρές (ανατολική, δυτική και νότια) μιας σχεδόν τετράγωνης και υπερυψωμένης αυλής. Ανάμεσά τους αναγνωρίζονται το ομώνυμο καθολικό της μονής και μια μεγάλη τράπεζα, ενώ οι υπόλοιπες αίθουσες θα μπορούσαν να στεγάζουν τις καθημερινές δραστηριότητες των μοναχών ή να χρησιμεύουν ως αποθηκευτικοί χώροι. Η πρόσβαση στην αυλή γίνεται μέσα από μια ανηφορική σήραγγα, λαξευμένη στο βράχο, η οποία καταλήγει στη νοτιοδυτική γωνία της. Το μέγεθος του μοναστηριακού συγκροτήματος και η ποιότητα της λάξευσης σε συνδυασμό με την υπερυψωμένη θέση, η οποία του εξασφαλίζει πανοραμική θέα και έλεγχο στη γύρω περιοχή, καθιστούν τη μονή Καρανλίκ τη σημαντικότερη στην κοιλάδα του Κοράματος. Στη νότια πλευρά της αυλής οι χώροι της μονής αναπτύσσονται σε δύο επίπεδα. Στο ισόγειο υπάρχει ένας προθάλαμος που εκτείνεται σε ολόκληρο το μήκος της αυλής. Η ύπαρξη παραστάδων στις άκρες της ανατολικής και της δυτικής πλευράς του προθαλάμου προς την αυλή δηλώνει ότι η βόρεια πλευρά ήταν ανοιχτή από την κατασκευή της, σχηματίζοντας έτσι ένα είδος ανοιχτής στοάς. Η επίπεδη οροφή της αίθουσας έχει καταστραφεί στο μεγαλύτερο μέρος της. Το ανώτερο μέρος του νότιου τοίχου διατρέχει μια σειρά από τυφλές κόγχες, οι οποίες στέφονται από πεταλόμορφα τόξα και κοσμούνται με γραπτούς κόκκινους σταυρούς. Στον ανατολικό τοίχο απεικονίζεται η παράσταση της Παναγίας βρεφοκρατούσας που πλαισιώνεται από δύο αρχαγγέλους. Τρεις είσοδοι οδηγούν από τον προθάλαμο σε ισάριθμες λαξευτές αίθουσες της μονής. Η ανατολική πόρτα του προθαλάμου οδηγεί στην τράπεζα του μοναστηριού. Πρόκειται για μια αίθουσα μεγάλων διαστάσεων, σχεδιασμένη και λαξευμένη με επιμέλεια, όπου ένας ελεύθερος χώρος στη δυτική πλευρά διευκόλυνε την υποδοχή και την άνετη κυκλοφορία. Στην ανατολική πλευρά, η οποία αποτελούσε το χώρο φαγητού, ένα στενόμακρο λαξευτό τραπέζι περιβάλλεται περιμετρικά από ένα επίσης λαξευτό και συνεχόμενο κάθισμα, τμήμα του οποίου έχει σήμερα καταστραφεί. Στις στενές πλευρές του καθίσματος είναι λαξευμένες δύο αντικριστές και συμμετρικές αψίδες. Από ένα άνοιγμα στη δυτική πλευρά της τράπεζας ξεκινά μια σκάλα, λαξευμένη εξ ολοκλήρου μέσα στο βράχο, η οποία καταλήγει στον επάνω όροφο. Περίπου στο μέσο της σκάλας σώζεται ένα αμυντικό σύστημα, όπου μία κυκλική μυλόπετρα σε όρθια θέση μπορούσε να κυλήσει και να φράξει το πέρασμα, εξασφαλίζοντας έτσι την ασφάλεια του άνω ορόφου σε περίπτωση ληστείας ή εχθρικής επιδρομής. Στα αριστερά σας όπως μπαίνετε στο υπαίθριο μουσείο του Κόραμα, θα δείτε το «Ραχιμπελέρ μαναστηρί» Γυναικεία μονή (Rahibeler manastırı). Αρχικά ήταν ένα επταόροφο κτίσμα, αλλά σήμερα το μόνο που θα δείτε είναι η μεγάλη λιτή τραπεζαρία και η σκάλα που ξεκινάει από εδώ και φτάνει σε ένα μικρό παρεκκλήσι με αξεπέραστες νωπογραφίες. Στα δεξιά σας θα δείτε το αντίστοιχο «Ραχιπλέρ μαναστηρί» μοναστήρι των ανδρών (Rahip-ler manastırı).
 
Την 4η μέρα επισκεπτόμαστε την Ποταμιά (Ortaköy), την αρχαία Μεγάρισσο των Ελλήνων. Είναι η πατρίδα του Αγίου Γεωργίου και του Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχη. Στην απέναντι πλαγιά του φαραγγιού υπάρχει η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που παλαιότερα ήταν η Μονή της Θεοτόκου και που είχε κτιστεί τον 6ο αιώνα και ανακαινίστηκε το 1840. Στην κοιλάδα υπήρχαν πολλές λαξευμένες εκκλησίες και πολλά ξωκκλήσια, όπως του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του Αγίου Βασιλείου κ.ά.

Στη συνέχεια επισκεπτόμαστε τη Μαλακοπή (Melegubu ή Derinkuyu= βαθύ πηγάδι). Η Μαλακοπή ήταν στα βυζαντινά χρόνια το απόρθητο κάστρο Μαλακοπαία. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής έχτισε το 970 στη Μαλακοπή την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων. Στη θέση της παλιάς εκείνης εκκλησίας, οι κάτοικοι της κάτω συνοικίας έχτισαν, γύρω στο 1861 τον ομώνυμο μεγαλοπρεπή ναό, χρησιμοποιώντας τα μάρμαρα της παλιάς εκκλησίας. Στη Μαλακοπή υπήρχαν και άλλες εκκλησίες, όπως η υπόγεια εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Δεξιά του ιερού της υπάρχει Αγίασμα. Ακόμη και σήμερα προστρέχουν σ’ αυτήν ασθενείς, για να βρουν γιατρειά από τους Αγίους. Στη Μαλακοπή βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος των υπόγειων πόλεων Ντερίνκουγου και Καϊμακλί (Kaymaklı=με αφρόγαλα) ή Ανακούς. Οι υπόγειες αυτές πόλεις, προστάτευαν τους πρώτους χριστιανούς από τους διωγμούς των Ρωμαίων και των εικονομάχων και κατόπιν τους κατοίκους από τις επιδρομές των Αράβων, των Σελτσούκων και των Οθωμανών. Η δεύτερη είναι η μεγαλύτερη και καλύτερα διατηρημένη. Είναι λαξευμένη σε 8 επίπεδα και φθάνει σε βάθος 85 μέτρων. Κάθε επίπεδο θα μπορούσε να κλείσει ανεξάρτητα από τα άλλα. Διαθέτει τέτοιο σύστημα εξαερισμού (62 φουγάρα = γωνιές), που εντυπωσιάζει ακόμα και σήμερα τους ειδήμονες. Έχει: πλατείες, εκκλησίες, αγορά, ακόμα και δημόσιες τουαλέτες, γύρω από έναν αγωγό αερισμού, με καθαρό οξυγόνο και πολύ δροσιά. Εξυπηρετείται από σκάλες και από ένα δίκτυο διαδρόμων, συχνά πολύ στενών και επικλινών. Έχει δε προσεγμένο σύστημα αποκλεισμού των κυρίων εισόδων, που φράζονταν με τη βοήθεια βαριών πέτρινων τροχών. Βέβαια, είναι περιττό να πούμε ότι πρώτα απ’ όλα υπάρχουν υπόγειες πηγές με άφθονο και καθαρό νερό. Μεταξύ του τρίτου και τετάρτου επιπέδου υπάρχει μια κάθετη σκάλα. Αυτό το πέρασμα οδηγεί σε μια σταυροειδή εκκλησία στο χαμηλότερο επίπεδο. Μοναδικό στοιχείο στο συγκρότημα της Μαλακοπής είναι στο δεύτερο επίπεδο ένα ευρύχωρο δωμάτιο με μια θολωτή οροφή. Έχει αναφερθεί ότι αυτό το δωμάτιο χρησιμοποιήθηκε ως θρησκευτική Σχολή, ενώ τα δωμάτια στο αριστερό μέρος προορίζονταν για μελέτη.
Η πόλη είναι συνδεδεμένη με ἀλλες υπόγειες πόλεις με σύραγγες πολλών χιλιομέτρων. Πιστεύεται, ότι ένας διάδρομος της υπόγειας Μαλακοπής συγκοινωνεί με την υπόγεια πόλη της Ανακούς, που απέχει 9 χιλιόμετρα. Ο πληθυσμός της Μαλακοπής ήταν μεικτός και περιλάμβανε ορθοδόξους χριστιανούς και μουσουλμάνους. Οι χριστιανοί μιλούσαν ένα ελληνικό ιδίωμα που έμοιαζε με εκείνο της Ανακούς. Γνώριζαν επίσης και τουρκικά, με αποτέλεσμα να έχουν παρεισφρήσει στη διάλεκτό τους αρκετά στοιχεία από αυτή τη γλώσσα. Η υπόγεια Ανακού είναι λαξευμένη με μεγάλη προσοχή και δεξιοτεχνία. Μέχρι το 1924, οι ελληνόφωνοι ανακιώτες, μέσα στην υπόγεια αυτή πόλη είχαν τους ναούς τους (Αγ. Βασίλειο και Αγ. Γρηγόριο), το αρρεναγωγείο και το παρθεναγωγείο τους. 

Μετά τις υπόγειες πόλεις θα επισκεφθούμε το ελληνόφωνο χωριό Αξός, Ναξός, Νάξος και Χασάκιοϊ, που βρίσκεται 28 χλμ. βόρεια της Νίγδης. Παλιά το χωριό ήταν υπόγειο και λαξευτό, με ορόφους που έφταναν σε βάθος 8-10 μέτρα. Όλα τα καταφύγια ή καρέργια ή κερέρια ή κελάρια του χωριού επικοινωνούσαν μεταξύ τους με ειδικές σύραγγες, για να βρίσκουν διέξοδο σε ώρα ανάγκης οι κάτοικοι και για να χάνονται οι εισβολείς αν κατάφερναν να μπουν σε αυτά. Τα μετέπειτα χρόνια έχτισαν οι Αξενοί το νέο ανώγειο χωριό τους πάνω από το παλιό. Τα υπόγεια τα χρησιμοποιούσαν πλέον για αποθή-κες και κρυψώνες. Το χωριό αυτό, σύμφωνα με πολλούς ερευνητές ήταν η παλιά κωμόπολη των Σασίμων, όπου έγινε επίσκοπος ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός. Εδώ και στον πάνω μαχαλά βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Μακρίνας. Στο ναό αυτό φυλάσσονταν τα ιερά λείψανα της Αγίας Μακρίνας και δίπλα σ’ αυτά ένα κειμήλιο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Έξω από την εκκλησία υπήρχε ένα βαθύ πηγάδι με Αγίασμα. Στον κάτω μαχαλά ήταν η βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και στο μεσαίο μαχαλά η αρχαία εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Επίσης υπήρχαν τα παρεκκλήσια της Αναλήψεως, της Αγίας Αικατερίνης, των Αγίων Αναργύρων, της Αγίας Παρα-σκευής και του Προφήτη Ηλία.

Συνεχίζουμε προς τη Νίγδη όπου συναντάμε τα Τύανα. (Kemer hisar). Αρχαία πόλη της νότιας Καππαδοκίας που βρίσκεται σε απόσταση 8 χλμ. από τη σύγχρονη κωμόπολη Bor. Χάρη στη στρατηγική της θέση γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Η αρχαία αυτή πόλη σήμερα δεν έχει την παραμικρή σχέση με την παλιά. Μόνη εξαίρεση, μια εκκλησία, που ήταν αφιερωμένη στη μνήμη της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος Χριστού. Λιγοστές είναι οι αγιογραφίες που διασώθηκαν, κι αυτές κατεστραμ-μένες. Κυρίως στα πρόσωπα των αγίων και στα μάτια εντοπίζονται οι μεγαλύτερες καταστροφές.

Ακολουθεί η Νίγδη. (Niğde) που είναι σήμερα μια πόλη με πληθυσμό 55 χιλιάδων κατοίκων. Το κάστρο της Νίγδης βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, πάνω σ’ ένα ύψωμα. Απ’ εκεί βλέπεις όλη την πόλη πανοραμικά.

Στα βόρεια της πόλης διακρίνεται το ελληνικό χωριό Καγιάμπαση. Στο λόφο Δερούνη, υπήρχε η φημισμένη εκκλησία τα Εισόδια της Θεοτόκου, το τέμπλο της οποίας ήταν ξύλινο και πολύ όμορφα δουλεμένο. Ο ναός αυτός διαμορφώθηκε σε τέμενος για τις ανάγκες των πιστών. Από τα σπίτια και μόνο αρκεί κανείς να συμπεράνει το πολιτισμικό επίπεδο που υπήρχε την εποχή εκείνη. Σπίτια με μονογράμματα των παλαιών αφεντικών και με αρχιτεκτονική, που μαρτυρεί την καταγωγή αυτών που τα κατοικούσαν.

Τελευταία της ημέρας επίσκεψη είναι ο οικισμός Φερτέκ, ή Φερτέκι, ή Φερτάκαινα, ή Βαρτάκινα, ή Φέρταινα ή Φερτίκιοϊ (Fertek), που βρίσκεται σε υψόμετρο 1270 μ. Ο πληθυσμός του ήταν μεικτός και περιλάμβανε ορθοδόξους χριστιανούς και μουσουλμάνους. Οι χριστιανοί κάτοικοι του Φερτέκ μιλούσαν ελληνικά, χρησιμοποιούσαν όμως παραλλήλως και την τουρκική γλώσσα. Κατάπληξη μας προκάλεσε το γεγονός ότι το χωριό λάμπει από καθαριότητα, πρωτοφανές για κάποιο χωριό στα βάθη της Ανατολής. Το Φερτέκι ήταν ένα σημαντικό χωριό. Συμπαθητικό και με πολύ πράσινο. Διατηρούσε σχολείο δίπλα στην εκκλησία, που όμως σήμερα δεν υπάρχει. Η εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στους αγίους Ταξιάρχες. Μεγάλος και επιβλητικός ο ναός, τον οποίο σήμερα χρησιμοποιούν ως τέμενος για τις θρησκευτικές τους ανάγκες οι μουσουλμάνοι του χωριού. Έχουν χωρίσει σε δύο τμήματα τον ναό. Το ένα περιέχει το ιερό βήμα και το άλλο τον κυρίως ναό. Μαρτυρίες λένε ότι κατά την ανταλλαγή οι κάτοικοι έφεραν στην Ελλάδα 70 κάσες εκκλησιαστικά κειμήλια, 2 καμπάνες και την εικόνα των αγίων Ταξιαρχών. Υπήρχαν επίσης και άλλες εκκλησίες και παρεκκλήσια, όπως ο ναός του Αγίου Γεωργίου, ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (Αλτιναγήζ), ο ναός του Τιμίου Σταυρού, ο υπόγειος ναός του Αγίου Δημητρίου, ο υπόγειος ναός των τριών Παίδων και ο μικρός ναός της Αγίας Παρασκευής.

Την 5η μέρα ξεκινάμε την περιήγησή μας από την πόλη Προκόπι (Ürgüp). Εδώ υπήρχαν τρεις εκκλησίες. Αρχαιότερη όλων ήταν η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που ήταν δίπλα στο σπίτι όπου έζησε αιχμάλωτος ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος και χρονολογείται από το 1729. Μετά από χρόνια χτίστηκε, πάνω από την υπάρχουσα υπόγεια εκκλησία των Αγίων Αναργύρων η εκκλη-σία του Αγίου Βασιλείου, η οποία εγκαινιάστηκε το 1834. Το 1892 εγκαινιάστηκε η πανέμορφη εκκλησία του Οσίου Ιωάννη του Ρώσου. Εκεί φυλάσσονταν το σκήνωμα του Οσίου. Εκτός από τους προαναφερθέντες κύριους ναούς υπήρχαν και αρκετοί μικρότεροι, καθώς και παρεκκλήσια. Σύμφωνα με την παράδοση, στην κορυφή ενός μεγάλου βράχου υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Προκοπίου, από την οποία πήρε το όνομά του το χωριό. Δυστυχώς το 1950 με εντολή ενός φανατικού υποδιοικητού ανατινάχθηκαν όλες.

Επίσης επισκεπτόμαστε και ένα άλλο οικισμό της Καππαδοκίας τη Σινασό (Mustafapaşa), απέχει 53 χλμ. ΝΔ της Καισαρείας. Η αρχαία ονομασία της ήταν Ασσύνη ή Ασούνη. Είναι μια πόλη με εμφανή τα σημάδια της ελληνικότητας και της Ορθοδοξίας. Σε καμιά πόλη ή χωριό της Καππαδοκίας δεν μιλούσαν ομορφότερα και πλουσιότερα Ελληνικά, για το λόγο αυτό ονομάστηκε και «Αθήνα της Ανατολής». Στο κέντρο και στην αγορά της πόλης βρίσκεται ο ναός των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, που ήταν ο καθεδρικός ναός της Μητροπόλεως. Μια τρίκλιτη μεγάλη βασιλική με πολλά διακοσμητικά στοιχεία στο εσωτερικό και εξωτερικό της χώρο. Τα τελευταία χρόνια, μετά από πρόσκληση των Αρχών, επισκέπτεται τη Σινασό ο Οικουμενικός Πατριάρχης, σχεδόν κάθε Μάιο, και συλλειτουργεί με Πατριάρχες και πολλούς αρχιερείς στο ναό με την παρουσία πολλών εκκλησιαζόμενων και μη επισκεπτών. Λίγο πιο έξω από την πόλη βρίσκεται ο υπόγειος ναός του Μεγάλου Βασιλείου του 12ου αιώνα. Είναι λαξευμένος στο βράχο και κατεβαίνεις αρκετά σκαλιά για να βρεθείς στο εσωτερικό του. Υπάρχουν νωπογραφίες, που έγιναν το 1900, όχι και σε πολύ καλή κατάσταση. Άλλες εκκλησίες είναι: : η γεμάτη από παντζάρια (pancarlık) του 11ου αιώνα, η κιτρινωπή (sarıca), η δίκλιτη (kepez), του Αγίου Στεφάνου και ο μοναστηριακός ναός του Αγίου Νικολάου.

Ακολουθεί η επίσκεψή μας στην Καισάρεια με την ακρόπολή της, που ήταν η πρωτεύουσα της Καππαδοκίας και θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο του καππαδοκικού ελληνισμού. Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, την αποκαλεί «περήφανη» πόλη και συμπληρώνει λέγοντας ότι ήταν η ηγεμονεύουσα πολιτεία και ο διδάσκαλός του. Στα πολύ παλιά χρόνια, ονομαζόταν Μάζακα, μετά το 17 μ. Χ. όταν έγινε ρωμαϊκή επαρχία ο Τιβέριος την ονόμασε Καισάρεια. Με τη διάδοση του χριστιανισμού η πόλη βρέθηκε στο κέντρο της θρησκευτικής και πολιτικής ζωής. Το 370 ο επίσκοπός της Μέγας Βασίλειος ίδρυσε έξω από την πόλη τη «Βασιλειάδα». Στη χριστιανική εκείνη πολιτεία υπήρχε ορφανοτροφείο, πτωχοκομείο, γηροκομείο, λεπροκομείο, ξενώνες και επαγγελματικές σχολές. Το 1856 οι τουρκόφωνοι έλληνες χριστιανοί της Καισαρείας εκκλησιάζονταν στους ναούς του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Βασιλείου.   

Άλλος οικισμός, που βρίσκεται ΝΑ και σε απόσταση 12 χλμ από την Καισάρεια, είναι τα Φλαβιανά ( Zincidere). Είναι κτισμένος πάνω σε οροπέδιο, και σε ύψος 1400 μ. και διαθέτει άφθονα νερά. Υπήρχαν  3 ορθόδοξες εκκλησίες και πολλά παρεκκλήσια και ξωκκλήσια. Το 1728 ιδρύθηκε η φημισμένη Ι. και Σταυροπηγιακή Μονή του Προδρόμου, που από το 1804 είχε και την ομώνυμη Σχολή.

Στη συνέχεια θα επισκεφθούμε τη Μουταλάσκη ή Ταλασί (Talas). Ένα πλούσιο και εύφορο χριστιανικό κεφαλοχώρι, που βρίσκεται 16 χιλιόμετρα ΝΑ της Καισάρειας και λειτουργούσε ως κέντρο για τα χωριά με χριστιανικό πληθυσμό, τα οποία βρίσκονταν ΝΑ και ΒΑ από την Καισάρεια. Ο οικισμός αυτός ήταν χτισμένος στις ΒΑ υπώρειες του Διδύμου όρους και σε υψόμετρο 1150 μέτρα. Προκαλεί τον θαυμασμό του επισκέπτη από πολύ μακριά. Ο οικισμός αναφέρεται και ως Ταλασί και ταυτίζεται με τον παλαιότερο οικισμό τη Μουταλάσκη. Πάντως, σύμφωνα με μαρτυρίες προσφύγων με καταγωγή από τον οικισμό, η λέξη «Μουταλάσκη» χρησιμοποιούνταν σχεδόν αποκλειστικά στο πλαίσιο του σχολείου και την εκκλησία και όχι στην καθημερινή ζωή των κατοίκων. Στον οικισμό υπήρχαν πέντε ναοί : Ο περικαλλής και περίεργης τεχνοτροπίας ναός, της Παναγίας, που χτίστηκε το 1889 και δεσπόζει στο χωριό. Από μακριά δείχνει όλο το μεγαλείο της αρχιτεκτονικής του. Σήμερα το χρησιμοποιούν ως τέμενος, αλλά και εδώ η φθορά είναι εμφανέστατη. Του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, που ήταν και λαξευτός, του αγίου Γεωργίου, του αγίου Χαραλάμπους και του αγίου Νικολάου. Εκτός από τους ναούς αυτούς υπήρχαν και πολλά παρεκκλήσια και ξωκλήσια εντός και εκτός του οικισμού. Στον οικισμό υπήρχαν δύο αρμένικοι ναοί, ένας προτεσταντικός και τρία τζαμιά και βέβαια χωριστά νεκροταφεία για κάθε εθνοθρησκευτική ομάδα.

Τελευταία επισκεπτόμαστε την κωμόπολη Ανδρονίκη (Endürlük), που βρίσκεται Β.Α. της Καισαρείας και στους πρόποδες του Αργαίου όρους. Το όνομα το έλαβε από τον μάρτυρα Ανδρόνικο, που καταγόταν από την Έφεσο της Ιωνίας και που μαρτύρησε κατά τούς διωγμούς του Διοκλητιανού το 304 μ. Χ. Ἡ τρίκλιτη εκκλησία του χωριού ήταν αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα. Στην ίδια ακριβώς θέση υπήρχε παλαιότερος ναός, που ήταν αφιερωμένος στους τρεις μάρτυρες αγίους Πρόβο, Τάραχο και Ανδρόνικο τον Εφέσιο. Γι’ αυτό το δεξιό κλίτος ήταν αφιερωμένο στην Παναγία, ο κυρίως ναός στο όνομα της αγίας Τριάδος και το αριστερό κλίτος στους τρεις μάρτυρες. Ήταν η μεγαλύτερη μαρμαρόκτιστη εκκλησία της επαρχίας Καισαρείας. Το καμπαναριό είναι ένα κομψοτέχνημα, τοποθετημένο σε μια γωνιά του περιβόλου
Εδώ τελειώνει το προσκύνημά μας και παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής.



Πώς κατανέμουμε τις πόλεις και τα χωριά, που πρέπει να επισκεφθούμε στις 5 μέρες παραμονής μας στην Καππαδοκία.
1η  μέρα φθάνουμε και διανυκτερεύουμε στην Νεάπολη (Nevşehir)

2η  μέρα
İhlara vadisi…………..Φαράγγι του Περιστρέμματος
Gelveri-Güzelyurt….. Καρβάλη

3η  μέρα
Gülşehir………………Αραβισσός   
Zelve vadisi………….Φαράγγι της Ζέλβης
Çavuşin……………….Τσαβουσίν
Göreme………………..Κόραμα 

4η  μέρα
Ortaköy…………….... Ποταμιά 
Derinkuyu……………Μαλακοπή
Kaymaklı……………. Ανακούς
Aksos………………… Αξός
Kemerhisar…………...Τύανα
Niğde………………….Νίγδη 
Fertek…………………Φερτέκη 

5η μέρα
Ürgüp…………………Προκόπι   
Mustafapaşa………… Συνασός 
Kayseri………………. Καισάρεια
Talaş…………………..Μουταλάσκη 
Zinzidere……………  Φλαβιανά  
Endürlük……………. Ανδρονίκη 


Για την επιμέλεια
Χρήστος Κ. Τσούβαλης
Άρχων Οστιάριος της Μ. τ. Χ. Ε.
Θεολόγος

Πάτρα, Απρίλιος 2013                                  

9 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Κάθε γωνιά της Μικράς Ασίας είναι ποτισμένη με Ορθοδοξία και πλουτισμένη από την παρουσία των Αγίων που μας την θυμίζουν.

Ανώνυμος είπε...

Τα οδοιπορικά του κ. Τσούβαλη προσεγμένα.
Θα επιθυμούσα να δω όμως φωτογραφίες από τις δικές του. Αν βέβαια τράβηξε.

Ανώνυμος είπε...

Κάθε τμήμα του ελληνικού χώρου έβγαλε αγίους. Η Καππαδοκία το ίδιο ως και την καταστροφή αναδείκνυε άγιες μορφές, και συνεχίζει να προσφέρει με την προσφυγιά πλέον τους Αγίους της στην Εκκλησία.

Ανώνυμος είπε...

Η περιγραφή της περιηγήσεως είναι εξαιρετική διότι ο συντάκτης μας παραθέτει πολλά από αυτά τα οποία είδε κατά τις μέρες της παραμονής του.
Έριξα μια ματιά σε εκδρομές που πραγματοποιούν τα γραφεία και διαπίστωσα ότι δεν υπάρχει αυτό το πλούσιο πρόγραμμα σε εκκλησιαστικού ενδιαφέροντος μνημεία.
Ο κ. Τσούβαλης θα μπορούσε να μας κάνει μια αποτίμηση και να πει τι δεν πρέπει να χάσει ο προσκυνητής να δει σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο. Το γράφω αυτό γιατί τα γραφεία κάνουν στάνταρ επισκέψεις.

Ανώνυμος είπε...

Το Σαββάτο 8 Ιουνίου 2013 θα κάνει εσπερινό στην Καππαδοκία και την Κυριακή θα 9 Ιουνίου λειτουργήσει ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Είναι κατάλληλη περίοδος για εκδρομή.

Ανώνυμος είπε...


Ο κ. Τσούβαλης ήταν τυχερός. Πήγα και εγώ αλλά δεν είδα όλα αυτά τα οποία περιγράφει εδώ. Αν το είχα διαβάσει νωρίτερα θα μπορούσα να έχω απαιτήσεις για το που μας πάνε ως πακέτο τα πρακτορεία.

Ανώνυμος είπε...

Αυτά τα αγιασμένα μέρη ανήκουν για μας πλέον στο παρελθόν για να μας θυμίζουν τις μέρες της αναπτύξεως της Θεολογίας και της ζωντανής πίστεως.

Ανώνυμος είπε...

Όπως την είδα νόμιζα ότι έχει προγραμματιστεί για να πραγματοποιηθεί. Μετά κατάλαβα ότι είναι περιγραφή. Διαβάζοντας μου άνοιγε η όρεξη. Όταν όπως κατάλαβα ότι είχε γίνει μου κόπηκε. Κρίμα.

Ανώνυμος είπε...

Γνωρίζει κάποιος αν υπάρχει πιθανότητα να πραγματοποιηθεί προς το καλοκαίρι εκδρομή στην Καππαδοκία με αυτό το πρόγραμμα;